- ἐπιγωνίῳ
- ἐπιγώνιοςat the anglemasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγώνιος — ἐπιγώνιος, ον (Α) 1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια οι ακρογωνιαίοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γών ιος (< γωνία)] … Dictionary of Greek